κερδαλεόφρων

κερδαλεόφρων
κερδ-ᾰλεόφρων, ον, gen. ονος,
A greedy of gain, Il.1.149, 4.339; crafty, Opp.C.2.29.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κερδαλεόφρων — κερδαλεόφρων, ον (Α) 1. αυτός που επιθυμεί, που επιζητεί με κάθε τρόπο το κέρδος 2. πανούργος, δόλιος, πολυμήχανος («καὶ σὺ κακοῑσι δόλοισι κεκασμένε, κερδαλεόφρον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κερδαλέος + φρων (< φρήν), πρβλ. ολβιό φρων, πιστό… …   Dictionary of Greek

  • κερδαλεόφρων — greedy of gain masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδαλεόφρον — κερδαλεόφρων greedy of gain masc/fem voc sg κερδαλεόφρων greedy of gain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδαλεόφρονα — κερδαλεόφρων greedy of gain neut nom/voc/acc pl κερδαλεόφρων greedy of gain masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδαλεόφρονες — κερδαλεόφρων greedy of gain masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδαλεόφρονι — κερδαλεόφρων greedy of gain dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδαλεόφρον' — κερδαλεόφρονα , κερδαλεόφρων greedy of gain neut nom/voc/acc pl κερδαλεόφρονα , κερδαλεόφρων greedy of gain masc/fem acc sg κερδαλεόφρονι , κερδαλεόφρων greedy of gain dat sg κερδαλεόφρονε , κερδαλεόφρων greedy of gain nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”